συγχρώμαι

συγχρώμαι
-άομαι, Α
1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι κάτι από κοινού με κάποιον άλλο
2. ωφελούμαι από κάτι, τό εκμεταλλεύομαι («συγχρᾱσθαι τῇ ἀπὸ τῶν φίλων εὐνοίᾳ», επιγρ.)
3. έχω σχέσεις με κάποιον, τὸν συναναστρέφομαι («οὐ... συγχρῶνται Ἰουδαῑοι Σαμαρείταις», ΚΔ)
4. δανείζομαι κάτι από κοινού με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χρῶμαι «χρησιμοποιώ, συναναστρέφομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγχρῶμαι — συγχράομαι make use of pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) συγχράομαι make use of pres ind mp 1st sg συγχράομαι make use of pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) συγχράομαι make use of pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) συγχράομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγχρησις — ήσεως, ἡ, Α [συγχρῶμαι] 1. η από κοινού χρήση 2. συναναστροφή, συγχρωτισμός 3. φρ. «σύγχρησις ὀνομάτων» η χρήση τών λέξεων ως συνωνύμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”